ειρηνοδικείο, ό — ειρηνοδικείο, το κατώτατο μονομελές δικαστήριο, που δικάζει μικρές αστικές διαφορές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… … Dictionary of Greek
δικολάβος — Πρόσωπο που ασκεί δικηγορικά καθήκοντα χωρίς να έχει τα νόμιμα προσόντα δικηγόρου. Βλ. λ. δικηγόρος· δίκη. * * * ο (Μ δικολάβος) αυτός που αναλαμβάνει τη διεξαγωγή τής δίκης νεοελλ. 1. πρακτικός δικηγόρος (χωρίς δίπλωμα) που έχει δικαίωμα… … Dictionary of Greek
ειρηνοδίκης — ο (Α εἰρηνοδίκης) νεοελλ. κατώτερος κρατικός δικαστής που υπηρετεί σε ειρηνοδικείο και οι αποφάσεις του (εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις) υπόκεινται σε έφεση στο πρωτοδικείο αρχ. ιερείς επιφορτισμένοι να τηρούν τα νόμιμα σχετικά με την κήρυξη… … Dictionary of Greek
ειρηνοδικειακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ειρηνοδικείο … Dictionary of Greek
μικροδιαφορά — η 1. μικρή διαφορά 2. συν. στον πληθ. οι μικροδιαφορές (νομ.) απλουστευμένη διαδικασία με την οποία εκδικάζονται στο ειρηνοδικείο αγωγές με σχετικά μικρό χρηματικό αντικείμενο, με άμεση συνήθως έκδοση τών αποφάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
συλοδικείο — το, Ν δικαστικό, διοικητικό ή μικτό όργανο αρμόδιο να κρίνει το κύρος τών λειών που έγιναν, δικαστήριο λειών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦλον «λεία, λάφυρο» + δικείο (< δίκης < δίκη), πρβλ. ειρηνοδικείο] … Dictionary of Greek
Αρνιωτάκης, Μιχαήλ — (1841 – 1910).Ηθοποιός του θεάτρου. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διορίστηκε υπογραμματέας στο ειρηνοδικείο της Αθήνας, θέση που εγκατέλειψε το 1865, ύστερα από παρότρυνση του θιασάρχη Π. Σούτσα να εργαστεί ως τακτικός ηθοποιός στον … Dictionary of Greek
Μονακό — Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει με τη Γαλλία σε μήκος 4,4 χλμ. και βρέχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα σε μήκος 4,1 χλμ. Tο πρώτο σύνταγμα που θεσπίστηκε το 1911 και τροποποιήθηκε τον Nοέμβριο του 1917, ίσχυσε έως τις 29 Iανουαρίου του 1959,… … Dictionary of Greek
ειρηνοδικειακός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον ειρηνοδίκη ή το ειρηνοδικείο: Ειρηνοδικειακή δικαιοδοσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)